- μερισμοῦ
- μερισμόςdividingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Педиазимус — или Галенус (Иоанн) византийский писатель и математик. Из его сочинений физико математическим наукам посвящены: Толкования на сферу Клеомеда , О семи планетах , Об удвоении куба , Примечания к некоторым темным местам арифметики , Изложение… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Эригена — (Иоанн Скот) философ IX в., попытавшийся объединить в своих воззрениях результаты предшествовавшего ему развития спекулятивной мысли в христианстве на Востоке и Западе и создавший неожиданно высокую по достоинствам для своего времени систему,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
CHALNE vel CHALANE — CHALNE, vel CHALANE civitas quam aedificavit Assur. Gen. c. 10. v. 12. De qua sic Bochart. in Phaleg. l. 1. c. 8. Una, inquit, e 4. urbibus, quas in terra Sinhar condidit Nimrod, Chalne dicitur, vel Chalane. Gen. c. 10. v. 10. I. e. Ctesiphon,… … Hofmann J. Lexicon universale
Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… … Dictionary of Greek
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek
αμέριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καταμεριστεί, κατανεμηθεί: Η πατρική κληρονομιά ήταν ακόμη αμέριστη. 2. αυτός που δεν είναι επιδεκτικός μερισμού, πλήρης, ακέραιος: Είχε την αμέριστη υποστήριξη του προϊσταμένου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия